- θάμβαινε
- θαμβαίνωto be astonished atpres imperat act 2nd sgθαμβαίνωto be astonished atimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θαμβαίνω — (Α) [θάμβος] είμαι έκπληκτος, είμαι κατάπληκτος («θάμβαινε σταθείς», Πίνδ.) … Dictionary of Greek